σιτάρκεια

σιτάρκεια
η
επάρκεια σίτου: Με τη συστηματική καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων κατόρθωσε η χώρα μας να αποκτήσει σιτάρκεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιτάρκεια — η, Ν [σιτάρκης] επάρκεια σιταριού και άλλων δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • σιτάρκησις — ήσεως, ἡ, Μ [σιταρκῶ] η σιτάρκεια, η επάρκεια τροφής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”